φωτοναστία

φωτοναστία
η, Ν
βοτ. ναστία και, ιδίως, κάμψη φυτού ή οργάνου του που προκαλείται από παραλλαγές τής φωτεινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photonastie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”